- αραθυμώ
- (-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδεςνεοελλ.1. λιποθυμώ2. ανυπομονώ3. φοβάμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαραθυμώ — ξαραθυμῶ και ξεραθυμῶ, άω (Μ) ξεφεύγω από τις στενοχώριες μου, ξεδίνω, ξεσκάω, ευθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀραθυμῶ] … Dictionary of Greek
ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… … Dictionary of Greek